- κρεμαστήρας
- ο (AM κρεμαστήρ, -ῆρος)1. αυτός από τον οποίο είναι αναρτημένο κάτι2. φρ. «κρεμαστήρ(ας) μυς τού όρχεως» — σύνολο μικρών μυϊκών δεσμίδων που αποτελούν συνέχεια τού έσω λοξού κοιλιακού μυός και καταφύονται στον σπερματικό τόνο και, εν μέρει, στον ινώδη χιτώνα τού όρχεωςνεοελλ.κρεμάστρα για ενδύματα, πετσέτες και άλλα ελαφρά αντικείμεναμσν.1. στέλεχος από το οποίο κρέμονται τα τσαμπιά τού σταφυλιού2. ταρσός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμασ- (πρβλ. ἐ-κρέμασ-α, αόρ. τού κρεμάννυμι) + επίθημα -τήρ / -τῆρος (πρβλ. δικασ-τήρ, λαμπ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.